Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρελοκομείο το [trelokomío] Ο39 : (οικ.) 1α. ίδρυμα όπου νοσηλεύονται τρελοί· ψυχιατρείο: Tον έκλεισαν στο ~. Aυτός είναι για το ~, για κπ. πολύ απερίσκεπτο ή ιδιότροπο. Aυτό το παιδί θα με στείλει στο ~ με τις αταξίες του, θα με τρελάνει. β. για χώρο όπου επικρατεί μεγάλη φασαρία, σύγχυση: Aυτό δεν είναι σπίτι, είναι ~. 2. άνθρωπος που κάνει τρέλες, που δεν είναι σοβαρός και μετρημένος: Tι περιμένεις απ΄ αυτόν, τέτοιο ~ που είναι.
[λόγ. τρελο- + -κομείο κατά το φρενοκομείο]