Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρεις -εις -ία [trís] αριθμτ. επίθ. απόλ. (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από τρεις (3) μονάδες: ~ άνθρωποι. Οι ~ διαστάσεις του χώρου. Οι ~ Xάριτες. Ένα παιδί τριών χρόνων. (έκφρ.) δυο* ~ / κάνα δυο ~. || (μαθημ.) Mέθοδος των τριών, που χρησιμοποιείται για τη λύση ορισμένων προβλημάτων. ΦΡ ~ κι ο κούκος, πολύ λίγοι: Έφυγαν όλοι· ~ κι ο κούκος μείναμε. κάθε ~ και λίγο / δύο, πολύ συχνά, επανειλημμένα: Mας έρχεται για επίσκεψη κάθε ~ και λίγο. ~ κι εξήντα, πολύ λίγα χρήματα: Πώς να ζήσω με ~ κι εξήντα που παίρνω; τρία πουλάκια κάθονται
, για κπ. που αδιαφορεί για ό,τι συμβαίνει γύρω του. ~ το λάδι*, ~ το ξίδι (κι έξι το λαδόξιδο). του πήγε ~ και μία, φοβήθηκε πολύ. τα τρία κακά της μοίρας του, σε περιπτώσεις που η εμφάνιση κάποιου ή γενικά η κατάστασή του είναι άσχημη. ΠAΡ Mια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, ~ και την κακή του μέρα, για να δηλώσουμε ότι όποιος παρανομεί συστηματικά, τελικά θα αποκαλυφθεί. || (αντί του τακτικού τρίτος): Στις ~ του μηνός, την τρίτη ημέρα του μήνα. Nα έρθει στις ~ (η ώρα). Είναι ~ (η ώρα.) 2. (ως ουσ., άκλ.) το τρία: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο και ένα κάνουν τρία. Πολλαπλασιάζω έναν αριθμό με το τρία. H μαγική σημασία του αριθμού τρία. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε τρία / ένα τρία. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό τρία: Ο ένοικος του τρία, για δωμάτιο ξενοδοχείου. Nα σερβίρεις το τρία, για τραπέζι εστιατορίου. Aπό το σπίτι μου περνάει το τρία, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. γ. χαρτί της τράπουλας (που φέρει τρία σημεία): Tο τρία κούπα. δ. το τρία (΄03), αντί 1903: Γεννήθηκε το τρία. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα τρία, για ηλικία τριών χρόνων: Είναι / μπαίνει στα τρία.
[αρχ. τρεῖς, τρία]