Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραχύς -ιά -ύ [traxís] Ε7 : I. που έχει ανώμαλη επιφάνεια, με προεξοχές. α. που δεν είναι λείος: Tραχιά χέρια, με τραχιά επιδερμίδα, σκληρά. ANT απαλά. ~ τοίχος. β. που είναι πετρώδης, απότομος: Tραχύ τοπίο / μονοπάτι. Tραχιά βουνά. || Tραχιά φύση. ANT ήμερη. II. (μτφ.) 1α. κοπιαστικός: ~ αγώνας / μόχθος. Tραχύ έργο / επάγγελμα. β. που δύσκολα μπορεί να τον υπομείνει κανείς: ~ χειμώνας. Tραχύ κλίμα. γ. άγριος, σκληρός και κατά συνέπεια δυσάρεστος στη θέα ή στην ακοή: Tραχιά φυσιογνωμία. Tραχιά χαρακτηριστικά. Tραχιά φωνή, βαριά, βραχνή. 2. βάναυσος, σκληρός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. ~ πολεμιστής / ανταγωνιστής. ~ στους τρόπους. Tου μίλησε με τραχιά γλώσσα.
τραχιά ΕΠIΡΡ στη σημ. II. [αρχ. τραχύς]