Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραυματικός -ή -ό [travmatikós] Ε1 : 1. που προέρχεται από τραύμα: ~ πυρετός. Tραυματική αιμορραγία. 2. που δημιουργεί ψυχικό τραύμα: Tραυματική εμπειρία. Tραυματικό γεγονός.
[λόγ.: 1: ελνστ. τραυματικός `κατάλληλος για τραύμα΄ κατά τη σημ. της λ. τραυματίας· 2: σημδ. αγγλ. traumatic < traumat- < αρχ. τραυματ- (τραῦμα) -ic = -ικός]