Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραστ
2 εγγραφές [1 - 2]
τραστ το [trást] Ο (άκλ.) : (οικον.) μεγάλη οικονομική επιχείρηση που προήλθε από τη συγχώνευση άλλων μικρότερων, με στόχο την εξουδετέρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και τη δημιουργία μονοπωλίου· (πρβ. καρτέλ): ~ χάλυβα / πετρελαίου. || πολύ ισχυρή οικονομική επιχείρηση: Tα μεγάλα διεθνή ~.

[λόγ. < αγγλ. trust]

τράστο το [trásto] Ο39 : (παρωχ.) ταγάρι: Kρέμασε το ~ με το φαΐ στον ώμο του.

[μσν. τάγιστρον < ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρον > *τάιστρο με αποβ. του μεσοφ. [j] > *τάστρο με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ. > τράστο με μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες