Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραμπούκος ο [trabúkos] Ο18 : μπράβος κομματάρχη ή μέλος παρακρατικής οργάνωσης με δράση σε διαδηλώσεις, εκφοβισμούς και δολοφονίες: Tην παραμονή των εκλογών τραμπούκοι ξυλοκόπησαν πολίτες. || (επέκτ.) αυτός που συμπεριφέρεται με βιαιότητα και με θρασύτητα, για να επιβάλει τις απόψεις του και τη θέλησή του.
[ισπαν. trabucos (πληθ. που θεωρήθηκε εν.) μάρκα πούρων (η ονομασία από την ομοιότητα με trabuco, παλιό τύπο όλμου) που παλιοί πολιτικοί προσφέρανε στους ανθρώπους τους (πρβ. το τραμπούκο `φιλοδώρημα΄)]