Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τραμπουκισμός ο [trabukizmós] Ο17 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον τραμπούκο: Ενέργειες τρομοκρατίας και τραμπουκισμού. Kαταγγέλλονται τραμπουκισμοί σε βάρος αντιφρονούντων πολιτών. || (επέκτ.) συμπεριφορά βίαιη και θρασεία.
[λόγ. τραμπούκ(ος) -ισμός]