Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τούφα η [túfa] Ο25 : 1. πολλές τρίχες μαζί: Tης τράβηξε τα μαλλιά και της έβγαλε μια ~. (απειλή) Πρόσεξε μη σου βγάλω τα μαλλιά ~ ~. 2. κλαδί με πυκνό φύλλωμα. 3. τουλούπα2, κυρίως για τις χοντρές νιφάδες χιονιού.
τουφίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 3. [μσν. τούφα < υστλατ. tufa `χαίτη κράνους΄· τούφ(α) -ίτσα]