Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τούβλο το [túvlo] Ο39 : 1. ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων: ~ χρωματιστό / διακοσμητικό. Tο σπίτι / η πολυκατοικία είναι στα τούβλα, στο στάδιο της κατασκευής των τοίχων με τούβλα. Δρομικό ~. Mεσότοιχος χτισμένος με μισό ~, με τη στενή του επιφάνεια. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, κυρίως για μαθητή, που μαθαίνει πολύ δύσκο λα, που δεν παίρνει τα γράμματα· ντουβάρι, κούτσουρο2β: H τάξη μας φέ τος έχει πολλά τούβλα. (επιτατικά) Είναι ένα ~ και μισό.
[μσν. τούβλ(ον) < υστλατ. tubl(us) -ον < λατ. tubulus `μικρός σωλήνας΄]