Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκαλάς
1 εγγραφή
Tουρκαλάς ο [turkalás] Ο1 : (μειωτ.) Tούρκος.

[Τούρκ(ος) -αλάς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες