Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τοπογραφία η [topoγrafía] Ο25 : 1α. η απεικόνιση σε χάρτη, υπό κλίμακα ή και με ανάγλυφη μορφή, τμημάτων του εδάφους με τις φυσικές ή τεχνη τές λεπτομέρειες, π.χ. βουνά, ποτάμια, δρόμους, κτίσματα κτλ.· (πρβ. γεωδαισία). β. η μορφή ενός τόπου: H προσαρμογή των κτισμάτων στην ~ του λόφου. 2. η επιστήμη που ασχολείται με τη σύνταξη τοπογραφικών χαρτών.
[λόγ. < ελνστ. τοπογραφία `περιγραφή μιας χώρας, καθορισμός των ορίων της΄ σημδ. γαλλ. topographie (στη νέα σημ.) < υστλατ. topographia < ελνστ. τοπογραφία]