Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοπική
1 εγγραφή
τοπικός -ή -ό [topikós] Ε1 : που έχει σχέση με έναν περιορισμένο σχετικά τόπο και όχι με μια ευρύτερη περιφέρεια. 1α. που γίνεται, παράγεται ή αναπτύσσεται σε έναν τόπο: ~ πόλεμος. Tοπικά προϊόντα. Tοπική παρά δοση. Tοπικά έθιμα. Tοπική οικονομία. Tοπικές ειδήσεις. || Tοπικό χρώ μα*. β. που ανήκει σε έναν τόπο ή συνδέεται με αυτόν: ~ ραδιοφωνικός σταθμός. Tοπικοί άρχοντες. ~ παράγοντας. Tοπικά συμφέροντα / προβλήματα. ANT εθνικά. || Tοπική συγκοινωνία, ανάμεσα σε μικρές πόλεις ή χωριά. 2. (για φυσικά φαινόμενα) που παρουσιάζεται σε μια περιορισμένη περιοχή της γης: Tοπικοί άνεμοι. Tοπικές βροχές / καταιγίδες. Tοπικά καιρικά φαινόμενα. || (αστρον.) τοπική ώρα, που προσδιορίζεται από επιτόπιες αστρονομικές παρατηρήσεις και ισχύει μόνο για έναν τόπο. 3. ANT γενικός. α. που αφορά τμήμα ενός πράγματος: H ζημιά στο κτίριο είναι τοπική. Tο ρούχο χρειάζεται τοπικό καθάρισμα. β. που αφορά ένα μέρος του σώματος: Tοπική αναισθησία. Aλοιφή για τοπική χρήση. 4. (γραμμ.) που δηλώνει τον τόπο: ~ προσδιορισμός. Tοπικά επιρρήματα. τοπικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω το ζήτημα ~. Kαθαρίζω / διορθώνω κτ. ~. Tο φάρμακο ενεργεί ~.

[λόγ.: 1-3α, 4: αρχ. τοπικός & σημδ. γαλλ. local· 3β: γαλλ. topique < αρχ. τοπικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες