Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τοξότης ο [toksótis] Ο10 : I. στρατιώτης οπλισμένος με τόξο. || αυτός που κυνηγούσε με τόξο. II. Tοξότης: 1. (αστρον.) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το ένατο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Nοεμβρίου έως 21 Δεκεμβρίου: Γεννήθηκε στον Tοξότη. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Tοξότη: Είναι Tοξότης.
[λόγ.: 1: αρχ. τοξότης· 2: αρχ. Τοξότης]