Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τομογραφία η [tomoγrafía] Ο25 : (ιατρ.) 1. ακτινοδιαγνωστική μέθοδος με την οποία μπορούν να ακτινογραφούν ένα όργανο ή μια περιοχή του σώματος κατά στρώματα και στο βάθος που επιθυμούν: Aξονική ~, με την οποία αποδίδεται και η τρίτη διάσταση, η διάσταση του βάθους. Mαγνητική ~, που γίνεται με τη βοήθεια μαγνητικών πεδίων. 2. η ακτινογραφία που γίνεται με τη μέθοδο αυτή.
[λόγ. < γαλλ. tomographie < αρχ. τομ(ή) -ο- + -graphie = -γραφία (διαφ. το μσν. τομογραφία `συγγραφή συνοδικού συγγράμματος΄)]