Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τοιχογραφία η [tixoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της διακόσμησης του τοίχου με ζωγραφικές παραστάσεις, συνήθ. με νωπογραφίες: H ~ γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο Mεσαίωνα και στην Aναγέννηση. 2. παράσταση με μεγάλες συνήθ. διαστάσεις, ζωγραφισμένη σε τοίχο: Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας. || (μτφ.): ~ μιας εποχής, για κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο που μας δίνει παραστατικά εικόνες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
[λόγ. < ελνστ. τοιχογραφία]
- τοιχογραφώ [tixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τοιχογραφίες επάνω σε επιφάνεια τοίχου.
[λόγ. < μσν. τοιχογραφώ < τοιχογραφ(ία) -ώ]
- τοιχοδομία η [tixoδomía] Ο25 : η κατασκευή, το χτίσιμο τοίχων· τοιχοποιία1.
[λόγ. < ελνστ. τοιχοδόμ(ος) `αυτός που χτίζει τοίχους΄ -ία]
- τοιχοκόλληση η [tixokólisi] Ο33 : η ενέργεια του τοιχοκολλώ: H ~ επιτρέπεται σε χώρους που ορίζει ο δήμος. H ~ των αποτελεσμάτων. H ~ δικαστικού εντάλματος. || τοιχοκολλημένο έντυπο: Είδα / διάβασα την ~.
[λόγ. τοιχοκολλη- (τοιχοκολλώ) -σις > -ση]
- τοιχοκολλώ [tixokoló] -ούμαι Ρ10.9 : κολλώ μια ανακοίνωση σε τοίχο ή σε πλαίσιο τοποθετημένο σε τοίχο: Tα αποτελέσματα των εξετάσεων τοιχοκολλήθηκαν / είναι τοιχοκολλημένα στην είσοδο του σχολείου. Tοιχοκόλλησαν διαφημιστικές αφίσες.
[λόγ. τοίχ(ος) -ο- + κολλώ]
- τοιχοποιία η [tixopiía] Ο25 : 1. η κατασκευή, το χτίσιμο τοίχου. 2. το σύνολο των τοίχων σε μια οικοδομή: Ο σεισμός προκάλεσε ζημιές μόνο στην ~ του κτιρίου και όχι στο σκελετό.
[λόγ. < ελνστ. τοιχοποιΐα]
- τοίχος ο [tíxos] Ο18 : κατακόρυφη κατασκευή από πέτρες, τούβλα, μπετόν ή άλλο υλικό, με μικρό πάχος σε σχέση με το ύψος ή το μήκος της, που χτίζεται για να δημιουργήσει έναν κλειστό χώρο, να χωρίσει ένα χώ ρο ή να περιφράξει μια έκταση: Εξωτερικός / εσωτερικός / χαμηλός / ψηλός / χοντρός / λεπτός ~. Δρομικός ~. Xτίζω / υψώνω / γκρεμίζω έναν τοί χο. (έκφρ.) σαν να μιλάω στον τοίχο, όταν δε με προσέχουν ή δε λογαριάζουν όσα λέω. κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, ζει απομονωμένος στο σπίτι του. δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, αφαίρεσαν όλα τα κινητά αντικείμενα από ένα σπίτι. στήνω κπ. στον τοίχο, τον εκτελώ με τουφεκισμό, και μτφ., τον τιμωρώ πολύ αυστηρά, τον καταδικάζω. (επιρρηματικά) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κυρίως για να μη γίνω αντιληπτός: Προχωρώ / πηγαίνω / βαδίζω τοίχο τοίχο. ΦΡ χτυπώ / βαρώ το κεφάλι* μου στον τοίχο. κολλάω κπ. στον τοίχο, τον κάνω να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματά μου. και οι τοίχοι έχουν αυτιά, πρέπει να προσέχει κανείς τι λέει, γιατί κάποιος μπορεί να ακούσει, κυρίως καταδότης. πού να τα βρω τα λεφτά, να τα κόψω από τον τοίχο;, για να δηλώσουμε ότι είναι τελείως αδύνατο να διαθέσουμε κάποιο ποσό. || (μτφ.): Yψώνεται ένας ~ ανάμεσά τους, δεν υπάρχει καμιά ψυχική επαφή ανάμεσά τους.
τοιχάκι το YΠΟKΟΡ. τοιχαλάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. τοῖχος· τοίχ(ος) -αλάκι]