Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τιμολόγιο το [timolójio] Ο40 : (οικον.) 1. έγγραφο που δείχνει: α. το είδος, την ποσότητα και την τιμή των αγαθών που έχουν πουληθεί: Οι χοντρέμποροι πουλούν πάντα με ~ / βάσει τιμολογίου. β. το κόστος των εμπορευμάτων ανάλογα με το είδος και την ποιότητά τους· κοστολόγιο. 2. τιμοκατάλογος.
[λόγ.: 1: τιμ(ή)ΙΙ -ο- + -λόγιον· 2: σημδ. αγγλ. price-list]