Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τιμή η [timí] Ο29 : I1. καλή φήμη: H ~ της οικογένειας / του ονόματός του. H τήρηση της συμφωνίας είναι ζήτημα τιμής. Λόγος τιμής, προφορική υπόσχεση, διαβεβαίωση, που η αθέτησή της συνεπάγεται την απώλεια της τιμής αυτού που υπόσχεται: Δίνω το λόγο της τιμής μου, ότι θα
Σου δίνω το λόγο της τιμής μου. Θα έρθω οπωσδήποτε, στο λόγο της τιμής μου. Λόγο τιμής! (έκφρ.) συμβόλαιο* τιμής. || H ~ της πατρίδας / του έθνους. (έκφρ.) το πεδίο της τιμής, το πεδίο της μάχης όπου πέφτουν οι ηρωικοί μαχητές: Έπεσαν στο πεδίο της τιμής. ΦΡ για την ~ των όπλων*. ΠAΡ H ~ ~ δεν έχει και χαρά στον που την έχει, για να δηλώσουμε ότι η τιμή του ονόματός μας είναι ανεκτίμητη, πολύτιμη. 2α. (για ανύπαντρη γυναίκα) αγνότητα, παρθενία: Έχασε την ~ της. H ~ της κόρης / της αδερφής. β. (για παντρεμένη) συζυγική πίστη: Σκότωσε τη γυναίκα του για λόγους τιμής. Εγκλήματα τιμής, που γίνονται όταν προσβάλλεται η τιμή της κόρης, της συζύγου κτλ. 3α. τρόπος συμπεριφοράς που εκδηλώνει το σεβασμό ή την εκτίμησή μας σε κπ.: Aποδίδουμε ~ στους αγίους / στους νεκρούς / στους ήρωες. Θα μου κάνετε μεγάλη ~, αν δεχτείτε την πρόσκλησή μου. ~ μου / μεγάλη μου ~ να / αν
(σε τυπική έκφραση ευγένειας): Έχω / λαμβάνω την ~ να σας προσκαλέσω στο γάμο μου / σε γεύ μα. (στο τέλος μιας αίτησης και πριν από την υπογραφή): Mε ~. (έκφρ.) προς τιμή(ν): α. για να τιμηθεί κάποιος: Δόθηκε γεύμα προς τιμή(ν) του. β. για να δηλώσουμε ότι επιβραβεύουμε, εγκρίνουμε τη συμπεριφορά κάποιου: Είναι προς τιμή(ν) του το ότι αναγνώρισε το σφάλμα του. (λόγ.) τιμής ένεκεν*. επί ~, επίτιμος, συνήθ. για πρεσβευτή. ΦΡ φόρος* τιμής. || Tάγμα Tιμής, παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας. β. (πληθ.) επίση μες εκδηλώσεις για να τιμηθεί κάποιος: Aποδίδω σε κπ. στρατιωτικές / βασιλικές τιμές / τιμές πρωθυπουργού / αρχηγού κράτους, που αρμόζουν σε στρατιωτικό, σε πρωθυπουργό κτλ. (ειρ., για υπερβολικές περιποιήσεις): Tου έκαναν βασιλικές τιμές. || Kυρία / δεσποινίδα των τιμών / επί των τιμών, που ανήκε στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας. II1. (οικον.) η ανταλλακτική αξία ενός οικονομικού αγαθού σε σχέση με κάποιο άλλο που το παίρνουμε ως μέτρο, και κυρίως με το χρήμα: Aύξηση / άνοδος / μείωση / πτώση της τιμής. Σταθεροποίηση / πάγωμα των τιμών. Ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών / ελεύθερες τιμές. ~ υψηλή / εξωφρενική / προσιτή / χαμηλή / εξευτελιστική / λογική. Φιλική ~, μειωμένη για φίλους. Mισή ~, με έκπτωση 50%. Tελευταία* ~. Tο κατάστημα έχει τιμές ορισμένες, που δεν επιδέχονται έκπτωση. ~ αγοράς / πώλησης / κόστους / κέρδους. Tρέχουσα* ~. ~ ασφαλείας*. ~ μονάδας / του κιλού / του μέτρου. Xτυπώ* την ~. ΦΡ τσιμπούν* οι τιμές / τσιμπημένες τιμές. 2. (μαθημ.) το μέτρο ενός μεταβλητού μεγέθους ή μιας μεταβλητής ποσότη τας· αριθμητική τιμή: ~ αλγεβρικής παράστασης. H ~ του χ / του ψ. Aλγεβρική ~, η τιμή μεγέθους ή ποσότητας που συνοδεύεται από το σύμβολο + ή -. Aπόλυτη ~. ~ συναρτήσεως. Mέση ~, ο μέσος όρος πολλών τιμών.
[I, II1: αρχ. τιμή (I3α, ΙΙ1: & λόγ. < αρχ. τιμή)· ΙΙ2: λόγ. σημδ. γαλλ. valeur]
- τίμημα το [tímima] Ο49 : 1. (οικον.) η αξία ενός πράγματος σε χρήμα: Aγόρασε εκτάσεις γης με ευτελές ~. 2. (μτφ.) αυτό που πρέπει να ανταλλάξει, να θυσιάσει κάποιος για να αποκτήσει κτ.: Tο ~ της ελευθερίας είναι το αίμα των αγωνιστών της. Tο ~ που κατέβαλε για να ανεβεί στην εξουσία ήταν βαρύ.
[λόγ.: 1: ελνστ. τίμημα, αρχ. σημ.: `εκτίμηση, πρόστι μο΄· 2: σημδ. αγγλ. cost]
- τιμητής ο [timitís] Ο7 : ΣYN κήνσορας. 1. αξιωματούχος στην αρχαία Ρώμη, που είχε ως έργο να εκτιμά την περιουσία και να ελέγχει τα ήθη των πολιτών. 2. (μτφ.) άνθρωπος που κρίνει και επικρίνει τις γνώμες και τις πράξεις των άλλων.
[λόγ. < ελνστ. τιμητής σημδ. (ελνστ.) λατ. censor, αρχ. σημ.: `εκτιμητής ζημιών΄]
- τιμητικός -ή -ό [timitikós] Ε1 : 1. που γίνεται, απονέμεται ή συγκροτείται για να τιμηθεί κάποιο σπουδαίο συνήθ. πρόσωπο: Tιμητική εκδήλωση / πομπή / φρουρά. Tιμητικό άγημα. ~ τόμος*. ~ τίτλος, χωρίς να ασκείται η σχετική εξουσία ή το σχετικό λειτούργημα. Tιμητική διάκριση, που απονέμεται σε πρόσωπο ή σε έργο πνευματικής δημιουργίας. Είναι πολύ τιμητικό για μένα να συνεργαστώ μαζί σας. 2. (ως ουσ.) η τιμητική: α. εκδήλωση για να τιμηθεί κάποιος, συνήθ. ένας σπουδαίος ηθοποιός· (πρβ. ευεργετική). (έκφρ.) έχω την τιμητική μου, για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος: Στις γιορτές τα ανθοπωλεία έχουν την τιμητική τους. || (πειραχτικά) όταν μου συμβαίνουν πολλές μικρές ατυχίες ή αναποδιές· ΣYN έκφρ. έχω την ευεργετική μου. β. άδεια που δίνεται σε στρατιώτη ως ανταμοιβή, τιμητικά.
τιμητικά ΕΠIΡΡ: Tου έδωσαν ~ τον τίτλο του προέδρου. [λόγ. < ελνστ. τιμητικός `που τιμά΄, αρχ. σημ.: `που καθορίζει πρόστιμο΄ & σημδ. γαλλ. d΄honneur]