Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηράω
1 εγγραφή
τηράω [tiráo] Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) βλέπω.

[αρχ. τηρ(ῶ) `παρατηρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες