Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τηλεϊατρική η [tileiatrikí] Ο29 : άσκηση της ιατρικής από μακριά, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων.
[λόγ. τηλε- + ιατρική μτφρδ. αγγλ. tele medicine (tele- = τηλε-)]