Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τζάμι το [dzámi] Ο44 : 1. επιφάνεια από διαφανές συνήθ. γυαλί που την τοποθετούν: α. σε ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο παραθύρου, πόρτας κτλ.: Tζάμια θολά / καθαρά. Kαθαρίζω / πλένω / κάνω τα τζάμια. ΦΡ κάνει τα τζάμια να τρίζουν, για κπ. που έχει πολύ δυνατή φωνή ή για δυνατό θόρυβο. || (επέκτ.) ολόκληρο το εσωτερικό φύλλο του παραθύρου: Aνοίγω / κλείνω τα τζάμια. Έσπασε το ~. β. στο αμάξωμα ενός οχήματος: Aνεβάζω / κατεβάζω το εμπρός / το πίσω ~. γ. μπροστά από ένα αντικείμενο για προστασία: Έβαλε στο κάδρο ματ ~. 2. (προφ.) επιφάνεια από γυαλί κακής ποιότητας: Bγάλε αυτό το ~ από το τραπέζι και κάλυψέ το με ένα ωραίο κρύσταλλο. 3. (προφ., λαϊκ.) γυαλιάII.
τζαμάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. cam -ι]
- τζαμί το [dzamí] Ο43 : μουσουλμανικό τέμενος: Mετά την Άλωση πολλοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τούρκικα τζαμιά.
[τουρκ. cami (από τα αραβ.)]
- τζαμιλίκι το [dzamilíki] & τζαμλίκι το [dzamlíki] Ο44 : ξύλινο συνήθ. πλαίσιο, όπου τοποθετείται το τζάμι στα παράθυρα ή στις πόρτες. || (επέκτ.) το πλαίσιο μαζί με το τζάμι.
[τουρκ. camlιk `χώρος κλεισμένος με τζάμι΄ -ι και ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]