Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεχνολόγος ο [texnolóγos] Ο18 θηλ. τεχνολόγος [texnolóγos] Ο35 : ειδικός στον τομέα της τεχνολογίας 1: ~ τροφίμων / χημικός. || πτυχιούχος ανώτερου τεχνολογικού ιδρύματος· τεχνολόγος μηχανικός.
[λόγ. < γαλλ. technologue < techno(logie) = τεχνο(λογία) 1 -logue = -λόγος (διαφ. το ελνστ. τεχνολόγος `συγγραφέας ρητορικής΄, πρβ. τεχνολογία 2)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]