Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετραπλάσιος -α -ο [tetraplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· τετραπλός2: H μία επιφάνεια είναι τετραπλάσια από την άλλη. Kερδίζει τετραπλάσια χρήματα από εμένα. || (ως ουσ.) το τετραπλάσιο: Aυξήθηκε στο τετραπλάσιο.
τετραπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι. [λόγ. < αρχ. τετραπλάσιος]