Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετραμερής -ής -ές [tetramerís] Ε10 : 1. που αποτελείται από τέσσερα όμοια μέρη. || (βοτ.) τετραμερή άνθη, που έχουν από τέσσερα πέταλα, σέπαλα κτλ. 2. που γίνεται από αντιπροσώπους τεσσάρων μερών, στον οποίο συμμετέχουν τέσσερα μέρη, π.χ. κράτη: ~ διάσκεψη. Tετραμερές σύμφωνο.
[λόγ. < αρχ. τετραμερής]