Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετρακόσα
5 εγγραφές [1 - 5]
τετρακοσάρα η [tetrakosára] Ο25α : (προφ.) μοτοσικλέτα με κινητήρα τετρακοσίων κυβικών. || (ως επίθ.): ~ μηχανή.

[τετρακόσ(α) -άρα]

τετρακοσάρης ο [tetrakosáris] Ο11 : αθλητής δρόμου τετρακοσίων μέτρων.

[τετρακόσ(α) -άρης]

τετρακοσάρι το [tetrakosári] Ο44α : 1. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (δραχμές / χιλιάδες κτλ.). 2. αγώνας δρόμου τετρακοσίων μέτρων: Έλα να τρέξουμε ένα ~.

[τετρακόσ(α) -άρι]

τετρακοσαριά η [tetrakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου τετρακόσιοι: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει τετρακοσαριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[τετρακόσ(α) -αριά]

τετρακόσιοι -ες -α [tetrakósi] & (προφ.) τετρακόσοι -ες -α [tetrakósi] Ε4 γεν. τετρακοσίων αριθμτ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από τετρακόσιες (400) μονάδες: ~ μαθητές. Tετρακόσιες δραχμές. Tετρακόσια κιλά. || (αντί του τακτικού τετρακοσιοστός): Στη σελίδα τετρακόσια. 2. (ως ουσ.) α. (άκλ.) το τετρακόσια, ο αριθμός και το σύμβολό του: Tριακό σια και εκατό κάνουν τετρακόσια. || σε χρονολογία: Tο τετρακόσια / στα τετρακόσια π.X. / μ.X. ΦΡ τα έχει τετρακόσια, διατηρεί ακέραια τα λογι κά του: Mη βλέπεις που γέρασε· τα έχει τετρακόσια. || καθετί που έχει ως χαρακτηριστικό τον αριθμό τετρακόσια: Mένει στο τετρακόσια, δωμάτιο. β. οι τετρακόσιοι, οι βουλευτές στην αρχαία Aθήνα: H βουλή των τετρακοσίων.

[αρχ. τετρακόσιοι, -α· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι, σιαγόνι > σαγόνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες