Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετραγωνίζω [tetraγonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κτ. το σχήμα του τετραγώνου. 2. (μαθημ.) α. κατασκευάζω ένα τετράγωνο που να έχει το ίδιο εμβαδόν με ένα άλλο γεωμετρικό σχήμα. || ~ τον κύκλο, για τους αρχαίους γεωμέτρες που προσπαθούσαν να κατασκευάσουν ένα τετράγωνο με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν ορισμένου κύκλου, και ως ΦΡ προσπαθώ να πετύχω κτ. αδύνατο. β. υψώνω έναν αριθμό στο τετράγωνο.
[λόγ. < αρχ. τετραγωνίζω]