Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετράμηνος -η -ο [tetráminos] Ε5 : που διαρκεί τέσσερις μήνες: Tετράμηνη απουσία. || (ως ουσ.) το τετράμηνο, χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών.
[λόγ. < αρχ. τετράμηνος]