Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελώνης ο [telónis] Ο10 λόγ. γεν. και τελώνου : 1. προϊστάμενος τελωνείου. 2. (εκκλ.) το σύμβολο του αμαρτωλού που μετανοεί: H παραβολή του Tελώνου και του Φαρισαίου.
[λόγ.: 1: αρχ. τελώνης `επιχειρηματίας που εκμίσθωνε φόρους και δασμούς΄· 2: μσν. σημ.]