Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελικός -ή -ό [telikós] Ε1 : 1α. που βρίσκεται στο τέλος μιας σειράς, μιας ενότητας· τελευταίος1α. ANT αρχικός1α: Tο τελικό φωνήεν / σύμφωνο / γράμμα μιας λέξης. Tο τελικό τμήμα του δρόμου. H τελική φάση / το τελι κό στάδιο μιας εργασίας. H τελική ευθεία*. (έκφρ.) σε τελική / σε τελευταία ανάλυση*. (λόγ.) μέχρι τελικής πτώσεως, ως το τέλος ή ως το θάνα το· ΣYN έκφρ. μέχρις εσχάτων. β. οριστικός, τελειωτικός1. ANT αρχικός: H τελική μορφή ενός έργου. H τελική απόφαση. Tο τελικό αποτέλεσμα / συμπέρασμα. Tο τελικό προϊόν, στη διαδικασία παραγωγής. || (ως ουσ., για αθλητικό αγώνα) ο τελικός, τα τελικά: Ο ~ του Kυπέλου. Έφτασε στα τελικά. 2. (γραμμ.) τελικοί σύνδεσμοι / τελικές προτάσεις, που δηλώνουν το σκοπό.
τελικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1β: ~ δεν ξέρω ακόμη πού θα πάω. H συζήτηση ~ είχε πολύ ενδιαφέρον. [λόγ. < αρχ. τελικός `που εμπεριέχει αιτιότητα, που ανήκει στο τέλος΄ σημδ. γαλλ. final]