Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελετή η [teletí] Ο29 : α. επίσημος εορτασμός ενός πολιτικού, στρατιωτικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού γεγονότος ή μιας επετείου: ~ για την έναρξη των εργασιών της βουλής. H ~ της ορκωμοσίας των νεοσυλλέκτων / της απονομής των πτυχίων / της κατάδυσης του Σταυρού. Aίθου σα τελετών, σε πανεπιστήμιο, σχολείο κτλ. || Όλο τελετές και πανηγύρια είμαστε, για να δηλώσουμε ότι χάνουμε εργάσιμες μέρες σε περιττές αργίες. β. διεξαγωγή ενός θρησκευτικού μυστηρίου σύμφωνα με μια τυπική διαδικασία· ιεροτελεστία1: H ~ του γάμου / της βάπτισης. Οι μυστηριακές τελετές των αρχαίων θρησκειών. || Γραφείο τελετών, κηδειών.
[λόγ. < αρχ. τελετή `μύηση σε μυστήρια΄ σημδ. γαλλ. cérémonie]