Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελεσφόρος -ος / -α -ο [telesfóros] Ε14 : που τελεσφορεί· αποτελεσματικός. ANT ατελέσφορος: Tελεσφόρες ενέργειες / προσπάθειες. Tελεσφόρο μέσο.
[λόγ. < αρχ. τελεσφόρος]