Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελεσφορώ [telesforó] Ρ10.9α : (λόγ.) καταλήγω σε θετικό αποτέλεσμα· πετυχαίνω: Για να τελεσφορήσει η νέα οικονομική πολιτική χρειάζονται θυσίες.
[λόγ. < ελνστ. τελεσφορῶ, αρχ. σημ.: `πληρώνω τέλος΄]