Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελεσίδικος -η -ο [telesíδikos] Ε5 : που δεν μπορεί να επανακριθεί, που δεν επιδέχεται αναθεώρηση· οριστικός, αμετάκλητος: H τελεσίδικη καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής. || (νομ.) τελεσίδικη απόφαση, εναντίον της οποίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί κανένα ένδικο μέσο· ανέκκλητη.
τελεσίδικα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ καταδικαστεί στη συνείδηση του κόσμου. H υπόθεση έχει κριθεί ~. [λόγ. < αρχ. τελεσι- (θ. συγγ. του τέλος) + δίκ(η) -ος απόδ. γαλλ. en dernière instance]