Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελειόφοιτος -η -ο [teliófitos] Ε5 : που φοιτά στην τελευταία τάξη ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος: Tελειόφοιτοι μαθητές / σπουδαστές / φοιτητές. || (ως ουσ.) ο τελειόφοιτος, θηλ. τελειόφοιτη: ~ γυμνασίου. Εκδρομή των τελειοφοίτων.
[λόγ. < αρχ. τέλει(ος) (στη σημ.: `τελικός΄) -ο- + φοιτ(ώ) -ος]