Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεκταινόμενα τα [tektenómena] Ο40 : (λόγ.) για να χαρακτηρίσουμε ενέργειες που προετοιμάζουν, συνήθ. ύπουλα, δυσάρεστα γεγονότα: Παρακολουθούσαν τα ~ χωρίς να μπορούν να επέμβουν.
[λόγ. ουδ. πληθ. της μπε. του αρχ. τεκταίνω `μηχανεύομαι΄]