Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεκμαίρομαι [tekmérome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) συμπεραίνω. || για κτ. που αποδεικνύεται με τεκμήρια: Ο κλονισμός του γάμου τεκμαίρεται στην περίπτωση της μοιχείας. Tεκμαίρεται ότι
[λόγ. < αρχ. τεκμαίρομαι]