Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταυτόχρονος -η -ο [taftóxronos] Ε5 : που γίνεται την ίδια ακριβώς στιγμή ή μέσα στα ίδια ευρύτερα χρονικά όρια με κτ. άλλο: H διάλεξη θα γίνει στα αγγλικά με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά. Ο μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων επιτρέπει την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών πελατών. || (ως ουσ.) το ταυτόχρονο: Οι χρονικές σχέσεις είναι δύο, το ταυτόχρονο και η διαδοχή.
ταυτόχρονα & (λόγ.) ταυτοχρόνως ΕΠIΡΡ συγχρόνως: Aκούει μουσική και ~ διαβάζει. Εργάζεται και ~ σπουδάζει. [λόγ. < γαλλ. tautochrone < tauto- < ελνστ. ταὐτο- + αρχ. χρόν(ος) -ος· λόγ. ταυτόχρον(ος) -ως]