Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταυτότητα η [taftótita] Ο28 : 1α. το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν τη μοναδικότητα κάθε ατόμου, που επιτρέπουν να το αναγνωρίζουν ως τέτοιο και να μην το συγχέουν με κάποιο άλλο: Aναγνωρίστηκε η ~ του πτώματος. H ~ του δράστη παραμένει άγνωστη. Iσχυρίζεται ότι είναι ο τάδε, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει την ταυτότητά του. || (επέκτ.) το σύνολο των στοιχείων που πιστοποιούν το είδος ή την προέλευση ενός αντικειμένου: Επισημάνθηκε αντικείμενο / αεροπλάνο άγνωστης ταυτότητας. β. το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου ή μιας ομάδας: H διατήρηση των παραδόσεων θα μας βοηθήσει να κρατήσουμε την εθνική μας ~. H νέα γενιά αναζητάει την ταυτότητά της, τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν και τη διαφοροποιούν ταυτόχρονα από κάθε άλλη. || Kρίση* ταυτότητας. γ. (με αφηρ. ουσ.) απόλυτη ομοιότητα: ~ απόψεων / αντιλήψεων, σύμπτωση. ~ σκοπών. 2α1. (αστυνομική) ~, δελτίο ταυτότητας, δελτίο με τα στοιχεία και με τη φωτογραφία του κατόχου, που εκδίδει η αστυνομία για την αναγνώριση και την απόδειξη της ταυτότητας1α των πολιτών: Mετά την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών η έκδοση ταυτότητας είναι υποχρεωτική. Έλεγχος ταυτοτήτων. || Φοιτητική ~, που βεβαιώνει ότι ο κάτοχος είναι φοιτητής. || ~ μέλους, για μέλη συλλόγου, οργάνωσης, λέσχης κτλ. α2. για έγγραφο ή για άλλο στοιχείο που πιστοποιεί τις ιδιότητες και τη γνησιότητα ενός προϊό ντος. β. βραχιόλι που έχει χαραγμένο το όνομα του κατόχου επάνω σε χρυσή ή ασημένια πλάκα. || (για ζώα) περιλαίμιο ή δαχτυλίδι με τα στοιχεία του ζώου ή του πτηνού. 3α. (μαθημ.) ισότητα μεταξύ αλγεβρικών παραστάσεων που αληθεύει για οποιαδήποτε τιμή του x. β. (λογ.) αρχή της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια είναι παντού και πάντοτε ίδια με τον εαυτό της.
[λόγ.: 1α: αρχ. ταυτότης, αιτ. -ητα· 1β, 3: σημδ. γαλλ. identité· 2: σημδ. γαλλ. carte d΄identité]