Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταραμοσαλάτα η [taramosaláta] Ο25 : ορεκτικό που έχει ως βάση τον ταραμά: Στο τραπέζι της Kαθαρής Δευτέρας την πρώτη θέση έχουν η λαγάνα, η ~ και οι ελιές.
[ταραμ(άς) -ο- + -σαλάτα]