Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταπείνωση
1 εγγραφή
ταπείνωση η [tapínosi] Ο33 : I1. μείωση της προσωπικότητας: Έχει υποστεί στη ζωή του πολλές ταπεινώσεις και εξευτελισμούς. Tι ~ να την παρακαλάει γονατιστός! 2. ταπεινοφροσύνη, έλλειψη αλαζονείας: Mε πολλή ~ εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του. II. (γεωλ.) ταπεινώσεις του εδάφους, τμήματα που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από τα παρακείμενα. ANT εξάρσεις.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ταπείνω(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες