Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταξιθέτης
2 εγγραφές [1 - 2]
ταξιθέτης ο [taksiθétis] Ο10 θηλ. ταξιθέτρια [taksiθétria] Ο27 : υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους τους θεατές θεάτρου, κινηματογράφου ή άλλου δημόσιου θεάματος: Έδωσα φιλοδώρημα στην ταξιθέτρια.

[λόγ. τάξι(ς) + -θέτης· λόγ. ταξιθέ(της) -τρια]

ταξιθέτηση η [taksiθétisi] Ο33 : η τακτοποίηση εγγράφων, δελτίων κτλ. σε ειδικά διαρρυθμισμένους χώρους.

[λόγ. ταξιθετη- (ταξιθετώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες