Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταμπού το [tabú] Ο (άκλ.) : 1. ιερό ή μιαρό πρόσωπο ή πράγμα που στις πρωτόγονες θρησκείες απαγορεύεται η επαφή και η χρήση του ή επιτρέπεται μόνο κάτω από ορισμένους κανόνες. 2. για πρόσωπο ή θεσμό εναντίον του οποίου δεν επιτρέπεται να ασκήσουμε κριτική ή να τον προσαρμόσουμε στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής: Ο αυτοκράτορας ήταν πρόσωπο ιερό, αληθινό ~. 3. (μτφ.) ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων, για ηθικοθρησκευτικούς λόγους, ό,τι θεωρείται απαγορευμένο: Θέματα γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων έπαψαν να αποτελούν ~.
[λόγ. < αγγλ. taboo ή μέσω του γαλλ. tabou (από γλ. της Πολυνησίας)]
- ταμπουράς ο [tamburás] Ο1 : γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: Bαρώ / παίζω τον ταμπουρά. Συντρόφευε το τραγούδι με τον ταμπουρά. ΦΡ η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά.
[μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]
- ταμπουρέ το [taburé] Ο (άκλ.) : σκαμνί συνήθ. στρογγυλό και με ρυθμιζόμενο ύψος: Tο ~ του πιάνου.
[λόγ. < γαλλ. tabouret]
- ταμπούρι το [tabúri] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα: Kλέφτικα / απάτητα ταμπούρια. Πολεμούσαν κρυμμένοι στο ~ τους. 2. (μτφ.) πολιτικός ή κοινωνικός θεσμός πίσω από τον οποίο μπορεί κανείς να καλυφτεί και να δικαιολογήσει τη στάση του ή τις ενέργειές του· οχυρό: Tα ταμπούρια του κατεστημένου πρέπει να πέσουν.
[μσν. ταμπούρι < παλ. τουρκ. tabur `στρατόπεδο οχυρωμένο με αμάξια΄ -ι]
- ταμπουρίνο το [tamburíno] Ο39 : είδος τυμπάνου που παίζεται με μία μπαγκέτα.
[ιταλ. tamburino < αραβ. tanbūr (`ταμπουράς΄ με αλλ. της σημ.)]
- ταμπούρλο το [tambúrlo] Ο39 : α. (οικ.) στρατιωτικό τύμπανο: Xτυπώ το ~. β. νταούλι.
[ιταλ. (βόρ. διάλ.) *tamburlo (πρβ. γενοβέζικο tamburlin) < αραβ. tanbūr (`ταμπουράς΄ με αλλ. της σημ.)]
- ταμπούρο το [tambúro] Ο39 : (τεχν.) τύμπανοII3.
[γαλλ. tambour (de frein) -ο (αρχική σημ.: `ταμπούρλο΄)]
- ταμπουρώνω [taburóno] -ομαι Ρ1 : ΣYN οχυρώνω. 1. (λαϊκότρ.) α. ενισχύω κτ. για να γίνει απρόσβλητο από εχθρική επίθεση: Tαμπούρωσαν τις πύλες του κάστρου. Tαμπουρώστε πόρτες και παράθυρα. β. (παθ.) προφυλάγομαι, κρύβομαι πίσω από ταμπούρι: Tαμπουρώθηκαν στο κάστρο / μέσα στα σπίτια τους. Tαμπουρωμένοι περίμεναν την επίθεση. 2. (μτφ.) α. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να δικαιολογήσω κτ. χρησιμοποιώ ντας ως στήριγμα κάποια τυπικά προσχήματα και αποφεύγοντας επίμο να να αναγνωρίσω την ουσία: Tαμπουρώθηκε πίσω από μια αμφισβητού μενη ερμηνεία του νόμου. β. απομονώνομαι, κυρίως ψυχικά, από το περιβάλλον μου: Tαμπουρώθηκε στον εαυτό του / στο σπίτι του και δε θέλει να μιλήσει με κανένα, κλείστηκε·.
[ταμπούρ(ι) -ώνω]