Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταμιευτήρας ο [tamieftíras] Ο2 : μεγάλη δεξαμενή όπου συγκεντρώνονται τα νερά που τροφοδοτούν τα υδρευτικά ή αρδευτικά δίκτυα ή τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς: Οι τελευταίες βροχοπτώσεις ανέβασαν τη στάθμη των ταμιευτήρων του Mόρνου.
[λόγ. < αρχ. ταμιεύ(ω στη σημ.: `βάζω κατά μέρος, κάνω ρεζέρβα΄) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. réservoir]