Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταλάντωση
1 εγγραφή
ταλάντωση η [talándosi] Ο33 : (φυσ.) η κίνηση ενός σώματος που επανέρχεται σε ίσους χρόνους, στις ίδιες θέσεις, με τις ίδιες ταχύτητες και επιταχύνσεις.

[λόγ. < αρχ. ταλάντω(σις) `ζύγισμα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. ταλαντώνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες