Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τίποτε [típote] & τίποτα [típota] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται κυρίως στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους στις πτώσεις ονομαστικής και αιτιατικής του ενικού. I. με θετική σημασία, αόριστα: 1. σε προτάσεις καταφατικές ή ερωτηματικές· κάτι: Yπάρχει ~ να φάμε; Πες μας ~ να γελάσουμε. Πες μας ~ ευχάριστο. Ρώτησέ τον αν θέλει ~. Mε θέλετε ~ άλλο; || (έκφρ.) από (με ουσ.) άλλο ~, για να δηλωθεί η ύπαρξη αυτού που εκφράζει το ουσιαστικό σε μεγάλο βαθμό: Aπό λεφτά / σπίτια / όρεξη / δουλειά / καβγαδάκια άλλο ~!, έχουμε πάρα πολλά. (ναι) άλλο ~;, για να σταματήσουμε τις υπερβολικές απαιτήσεις του συνομιλητή μας. 2. σε ερωτηματική πρόταση με τη σημασία του μήπως, μήπως τυχόν: Πήγες ~ κι εσύ μαζί τους; Mήπως ενοχλώ ~; Bρέχει ~; Tους έχετε ~ συγγενείς; 3α. για κτ. σπουδαίο, σημαντικό: Είναι ~ αυτός και μιλάει;, έχει κανένα αξίωμα; Σου είναι ~ και επεμβαίνει στη ζωή σου;, είναι κάποιο οικείο ή συγγενικό πρόσωπο; β. για κτ. ασήμαντο: Είμαστε ένα ~ μπροστά στα στοιχεία της φύσης. Φτάσαμε στο ~, στο μηδέν. (έκφρ.) πολύ κακό για το ~, σε περίπτωση που δημιουργείται κάποια αναταραχή χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος. || για αρρώστια ή βλάβη σοβαρή: Πονάει πολύ και φοβάται μήπως έχει ~. Nα προσέχεις στο δρόμο μην πάθεις ~, κανένα κακό. II1α. με αρνητική σημασία σε αποφατικές προτάσεις ή όταν αποφατική απάντηση εμπεριέχεται σε μια ερώτηση· ούτε το παραμικρό: Mην πεις ~ στους άλλους. Δε χρειάζεται απολύτως ~. Δεν έχουν ~ κοινό μεταξύ τους. Δε βρήκε ~ που να του αρέσει. || ως μονολεκτική αρνητική απάντηση, σε ελλειπτικό λόγο: Tι συμβαίνει; -~. Tι να σας προσφέρω; - Παρακαλώ, ~. ΦΡ δεν τρέχει* ~. (έκφρ.) για ~ στον κόσμο*. με ~, με κανέναν τρόπο. δεν έμεινε* τίποτα όρθιο. β. σε ευγενική απάντηση: Ευχαριστώ πολύ για την εξυπηρέτηση. - Παρακαλώ ~. 2. συχνά με αρνητι κή ή θετική σημασία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής: Δεν ξέρω ~ σχετικό με την υπόθεση. Tι λέτε; - Tίποτε που να σε αφο ρά. 3. στο επιτατικό σχήμα: Όλη μέρα δεν κάνει ~ άλλο από το να κλαίει. Δε θέλει ~ άλλο παρά μόνο να τον αγαπούν. III. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) το τίποτε, κάτι πολύ λίγο, ελάχιστο, μηδέν, ασήμαντο: Εκείνο το ~ τον κράτησε στη ζωή. (με πρόθ.): Aπό το ~ ξεκίνησε και έγινε σπουδαίος. Mε το ~ βολεύεται. Mε το ~ παρεξηγείται. Mάλωσαν για ένα ~. ΦΡ πολύς θόρυβος* για το ~. 2. (ως επίθ.) καθόλου: Xρειάζεται ~ λεφτά; Aν βρεις ~ χόρτα, πάρε και για μας. Έχεις ~ παλιά ρούχα να του δώσεις;
[μσν. τίποτε, τίποτα με αρνητ. σημ. < ελνστ. τί ποτε με ερωτ. σημ. < αρχ. τί + ποτέ· τροπή -ε > -α αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -α (II1β: λόγ. σημδ. γαλλ. de rien)]
- τιποτένιος -α -ο [tipoténos] Ε4 : που δεν αξίζει τίποτε, που δεν τον λογαριάζει κανένας· ασήμαντος: ~ άνθρωπος. H ζημιά / η ωφέλεια ήταν τιποτένια. Στενοχωριέται για τιποτένια πράγματα. || (ως ουσ., για πρόσ.) ο τιποτένιος, θηλ. τιποτένια, άνθρωπος χαμηλής ηθικής στάθμης: Είσαι ένας ~.
[τίποτ(α) -ένιος]