Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τίναγμα το [tínaγma] Ο49 : η ενέργεια του τινάζω. 1. κούνημα δυνατό και επανειλημμένο: Tο ~ των ρούχων / των χαλιών. Tο ~ του δέντρου, για να πέσουν οι καρποί. 2α. εκτίναξη: Tο ~ του νερού / του φελλού. β. αναπήδημα: Mε ένα ~ βρέθηκε κάτω από το κρεβάτι. 3. Tο ~ του βαμβακιού, το αφράτεμα.
[αρχ. τίναγμα]