Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τήξη η [tíksi] Ο31 : (φυσ.) η μεταβολή ενός σώματος από στερεό σε υγρό, υπό την επίδραση της θερμότητας. ANT πήξη: Σημείο τήξης ενός σώματος. H ~ του πάγου / των μετάλλων.
[λόγ. < αρχ. τῆξις (-σις > -ση)]