Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέρψη η [térpsi] Ο31 : ευχαρίστηση: Θέαμα που προκαλεί αισθητική ~. || ψυχαγωγία: Aνέκδοτα και αστεία που προκαλούσαν την ~ του ακροατηρίου. || (συνήθ. ειρ.) προς τέρψιν του κοινού / του ακροατηρίου κτλ., για θέαμα ή για ακρόαμα χαμηλής ποιότητας.
[λόγ. < αρχ. τέρψις (-σις > -ση)]