Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέρμινο το [término] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (ειρ.) για να δηλώσουμε ένα απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα: Σε πόσα τέρμινα θα τελειώσει ο αυτοκινητόδρομος; Σε τρία τέρμινα.
[μσν. τέρμινον < παλ. ιταλ. termino]