Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέμπο το [témpo] Ο (άκλ.) : α. (μουσ.) η ταχύτητα με την οποία πρέπει να εκτελεστεί ένα κομμάτι· ρυθμός: Tο κομμάτι είναι σε γρήγορο ~. β. (προφ.) ο ρυθμός, η ταχύτητα με την οποία γίνεται μια ενέργεια. (έκφρ.) με το ~ μου, αργά, χωρίς να βιάζομαι: Άλλοι πήγαιναν βιαστικοί και άλλοι με το ~ τους· ΣYN έκφρ. με το πάσο μου.
[ιταλ. tempo (αρχική σημ.: `χρόνος΄)]