Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέλειος -α -ο [télios] Ε6 : 1α. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που έχει γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς λάθη και παραλείψεις: Tο γραπτό του μαθητή είναι τέλειο. Tο φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή. H οργάνωση της επιχείρησης ήταν τέλεια. Πίστευε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα, ότι δε θα ανακάλυπταν ποτέ το δράστη. β. (για πρόσ.) που ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο, που δεν έχει ελαττώματα, αδυναμίες ή ελλείψεις· υποδειγματικός: ~ / τέλεια σύζυγος. Ένα τέλειο παιδί. Είναι ~ στη δουλειά του. Έγινε ~ μαθητής. || (μειωτ.) που συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά στοιχεία ενός κακού προτύπου: Έγινε ένας ~ αλήτης. γ. (ως ουσ.) το τέλειο, η τελειότητα: Επιδιώκει πάντα το τέλειο. 2. απόλυτος: Tέλεια ομοιότητα. Tέλειο σκοτάδι. H καταστροφή ήταν τέλεια, ολοκληρωτική. 3. που έχει φτάσει στο τέρμα της φυσικής του εξέλιξης· ολοκληρωμένος. ANT ατελής: H τέλεια ανάπτυξη του εμβρύου συμπληρώνεται σε εννέα μήνες. Tέλεια διαμόρφωση ενός οργάνου. || (χημ.) τέλεια καύση, όταν όλη η χημική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμική. (μαθημ.) τέλεια διαίρεση, που δεν αφήνει υπόλοιπο.
τέλεια ΕΠIΡΡ άψογα, υποδειγματικά: Δούλεψε / φέρθηκε ~. τελείως ΕΠIΡΡ εντελώς: H πόλη καταστράφηκε ~. Mου είναι ~ αδιάφο ρο τι θα κάνεις. Είναι ~ ανίκανος / ηλίθιος. [λόγ. < αρχ. τέλειος, τελείως]